- περιέπλεον
- περϊέπλεον , περιπλέωsailimperf ind act 3rd plπερϊέπλεον , περιπλέωsailimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανακρούομαι — ἐξανακρούομαι (Α) μέσ. υποχωρώ, αναχωρώ, «ανακρούω πρύμναν», οπισθοδρομώ (στη θάλασσα) («τῇσι δὲ λοιπῇσι [νηυσὶ] οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι... περιέπλεον», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek